Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
“Frozen” στο θέατρο “Vault”
Ένα πολυβραβευμένο έργο από την Bryony Lavery σε πέμπτη ελληνική σκηνοθετική κι ερμηνευτική προσέγγιση (από το 2011 έως σήμερα) δεν είναι ένα αμελητέο γεγονός που πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας. Κάθε επαρκής θεατής και γνήσιος θεατρόφιλος πρέπει να εμπλουτίσει την πείρα του, ειδικά σε μια εποχή Κρίσης που προσφέρει και άρτον και θεάματα, αλλά ελάχιστη βραδύτητα για να εντρυφήσουμε στα κοινωνικά προβλήματα που ανακύπτουν και να παρατηρήσουμε ευκρινώς τα φαινόμενα με σχολαστικότητα κι εμβρίθεια. Το θέμα; Φυσικά ένας serial-killer. Αγγλοσαξωνική εμμονή με τους καννίβαλους και άλλα τέρατα; Ο πουριτανισμός οδηγεί σε ψυχολογικές διαστροφές και νοητικές τερατογενέσεις; Δεν ξέρω. Απλώς θέτω ερωτήματα. Βεβαίως κι ήταν το τερατώδες ή αλλοκοσμικό πάγιο θέμα του αρχαίου δράματος, κι όχι μόνον από θεματολογικής, αλλά και από αισθητικής-εικαστικής πλευράς. Ο Αισχύλος ήταν γνωστός για τις «τερατείες» του που οδηγούσαν ενίοτε και σε αποβολές εμβρύων από τις εγκύους θεατές των έργων του. Μα αφού οι καλές Αθηναίες και οι δούλες δεν μπορούσαν να μπουν στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου, ποιες γεννοβολούσαν στις κερκίδες; Οι εταίρες; Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου.
Λοιπόν, για να επανέλθω (δριμύτερος): τι μας νοιάζουν όλοι αυτοί οι κανίβαλοι, οι serial-killers κι όλα τα τέρατα των «φυλακών υψίστης ασφαλείας»; Η νυχτερινή τηλεοπτική ζώνη είναι γεμάτη από αυτά. Γιατί όμως να πάμε και στο θέατρο;
Μα, η απάντηση είναι απλή. Γιατί εκεί, μπορεί το παθολογικό αυτό φαινόμενο να φωτιστεί από άλλη πλευρά, να αποκτήσει χαρακτήρα οικουμενικότητας και να μας αφορά. Πράγμα που συνέβη όντως στο «Θέατρο Vault» με το “Frozen” της Bryony Lavery, χάρη στην λαγαρή, τολμηρή, προκλητική μετάφραση της Λουκίας Τζαννίδου, την ελλειπτικά αφαιρετική και μεταμοντέρνα πολυσυλλεκτική σκηνοθεσία του Βαγγέλη Λάσκαρη, αλλά κυρίως χάρη στις εκπληκτικές, μοναδικές, καθηλωτικές κι επιμελημένα απείθαρχες ερμηνείες των τριών ηθοποιών που επωμίσθηκαν τους μάλλον ασήκωτους ρόλους: ΑΓΚΝΕΘΑ: Κατερίνα Δημάτη, ΝΑΝΣΥ: Λωρίνα Χατζημανώλη, ΡΑΛΦ: Δημήτρης Μαγκλάρας.
Μάλιστα. Ήταν όλοι τους υπέροχοι, εκφραστικοί, ασκημένοι, υπερεπαρκείς, γαλαντόμοι στην έκφραση των συναισθημάτων τους, ανατρεπτικοί στην οπτική τους γωνία, παρά-μορφωμένοι από τα διαθλαστικά παράλληλα κάτοπτρα συγγραφέως και σκηνοθέτη.
Απολύτως λιτά και λειτουργικά τα εικαστικά μέσα της παράστασης και το «απαραίτητο» πλέον video–art.
Μια σημαντική παράσταση που θα συζητηθεί. Η ανατροπή τού τέλους δεν θα αφήσει ασυγκίνητον κι απροβλημάτιστον ουδένα θεατή.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Το όνειρο ενός γελοίου», με τον εξαιρετικό, τον σεμνό, τον αρχαιοπρεπή Δημήτρη Βερύκιο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Γαλατσίου, στο Θέατρο Άλσου Βεΐκου.
“ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος εί”, ένα από τα αθάνατα, καίρια και επίκαιρα πάντα αποφθέγματα του Μένανδρου, μοναδικού σωζoμένου σήμερα εκπροσώπου της Νέας Κωμωδίας. Και είναι τόσο σπάνιο να είναι «χαρίεν ον» ο άνθρωπος και μάλιστα ο ηθοποιός που το επισημαίνεις ευθύς εξαρχής.
Οι Δήμοι ανά την Ελλάδα παράγουν πολιτιστικό έργο πολυτιμώτερο και σημαντικότερα από τα βαρύγδουπα κρατικά θέατρα και τους πολυώνυμους θεσμούς [ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε!]. Ο Δήμος Χαλανδρίου Αττικής (πρωτοπόρος), ο Δήμος Διονύσου Αττικής, ο Δήμος Γαλατσίου, ο Δήμος Βύρωνα, ο Δήμος Πετρούπολης και τελευταίος και καταϊδρωμένος ο Δήμος Αθηναίων (που θα έπρεπε να είναι πρώτος – διεθνώς – μια διαρκής πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και του Κόσμου ολόκληρου), ο Δήμος Ηγουμενίτσας, ο Δήμος Χίου, ο Δήμος Κω [και πολλοί άλλοι, ελπίζω να μην ξεχνώ κάποιον σημαντικό] είναι πρωτεργάτες μιας πρωτόφαντης πολιτιστικής άνοιξης, ως αντίδοτο στην Κρίση και στην υφέρπουσα κατάθλιψη. Προσφέροντας δωρεάν είσοδο (με εθελοντική δωρεά τροφίμων για τους αναξιοπαθούντες) επιτυγχάνουν με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: και να ευαισθητοποιήσουν το κοινό προκειμένου να βγει από τον ψευδαισθητικό παράδεισο [λέμε τώρα!] του ατομικισμού του και να του προσφέρει Τέχνη υψηλών προδιαγραφών και βεληνεκούς…
Πήγα κι εγώ λοιπόν ο τάλας, μην έχοντας χρήματα για διακοπές και βράζοντας στο ζουμί μου σε αυτό το καυτό (από πολλές απόψεις) αθηναϊκό καλοκαίρι, επήγα κάθιδρος στο Θέατρο Άλσους Βεΐκου για να ιδώ έναν ηθοποιό που μου ήταν ότι καταπληκτικός. Κι έμεινα άναυδος. Είδα έναν ήρωα, με τερατώδεις ικανότητες συγκεντρώσεως, με αυτοπειθαρχία κι αυτοπεποίθηση, με γνώση και μεράκι, άψογη τεχνική, πλήρη κάτοχο των εκφραστικών του μέσων να καθηλώνει ένα ανήσυχο κι απείθαρχο κοινό… Και με τι παρακαλώ; Με ένα πεζογραφικό όνειρο του Ντοστογιέφσκι που δεν έγραψε ποτέ για το θέατρο, όμως συναγωνίζεται τον δικό μας Παπαδιαμάντη σε θεατρικές διασκευές των ποιητικών και βαθυστόχαστων πεζογραφημάτων του.
«Το όνειρο ενός γελοίου» είναι η εικονογράφηση μιας Ουτοπίας. Συναγωνίζεται τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη πολλών οραματιστών, λογοτεχνών, στοχαστών και φιλοσόφων. Ένα κείμενο – το ντοστογιεφσκικό – τόσο κρυπτικό και δυσεξιχνίαστο που μόνο σε ένα ανοικτό θέατρο με τον κόσμο να πηγαινοέρχεται, να χειρονομεί, να παίζει με τα κινητά, να καταναλώνει τρόφιμα και ποτά… μόνο εκεί δεν μπορούσα να το φανταστώ να λειτουργεί. Κι όμως λειτούργησε. Και μάλιστα άψογα. Τέλεια, τολμώ να πω. Με τον κόσμο να παραληρεί από ενθουσιασμό, να πλησιάζει συγκινημένο τον σεμνό ηθοποιό να τον συγχαρεί με δάκρυα στα μάτια και με υγρή ψυχή.
Για αυτό είπα στην αρχή ότι ο άνθρωπος είναι χαρίεν ον όταν άνθρωπος είναι. Στον Δημήτρη Βερύκιο αναφερόμουνα. Και στη σοπράνο Αμαλία Κλημοπούλου, βεβαίως, που παίζει φλογέρα και μας μεταφέρει τραγουδώντας σε άλλες διαστάσεις, αμόλυντες από την κακία, την επιθετικότητα και τον φθόνο των ανθρώπων.
Σκηνοθέτης της παράστασης, άξιος ο Τάκης Χρυσικάκος.
Τι άλλο να περιμένει κανείς κάτω από τον έναστρο αττικό ουρανό μετά από ένα πορτοκαλόχρυσο ηλιοβασίλεμα πάνω από το «κλεινόν άστυ»; Ας τα βλέπουν αυτά κάποιοι μεγαλόσχημοι υπεύθυνοι φεστιβάλ και ας δώσουν τόπο, χώρο, χρόνο κι αφορμή για να εκφραστούν σε άξιους ανθρώπους, που δεν είναι τόσο προβεβλημένοι από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της συμφοράς!
Όμως κάτι αλλάζει. Προς το καλύτερο. Ορώμεθα. Η ουσία πάντα κατισχύει παντός ασθενούς, ανεπαρκούς και ετοιμοθανάτου….
Julien Gosselin/Si vous pouviez lécher mon Coeur, «2666» Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Ρομπέρτο Μπολιάνο, ή προς τα πού βαδίζει η σύγχρονη πεζογραφία και το μελλοντικό θέατρο
Προς τα εκεί βαδίζει η σύγχρονη Λογοτεχνία και το θέατρο λοιπόν; Τεχνολογικός εφιάλτης, μεγάφωνα να μεταδίδουν στη διαπασών ασθματικούς, αγχωτικούς παράλληλους μονολόγους, «μουσική» που καμία σχέση με την αρμονία έχει, θεοποιημένοι serial-killers και μία εξαγιασμένη σκληρότητα, που η βιαιότητά της ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φαντασία, θέατρο χωρίς ηθοποιούς στην ουσία, παρά μόνον ως κούκλες-μαριονέτες-ανδρείκελα, που μπορούν μια χαρά να αντικατασταθούν από ρομποτοειδή ή ακόμα και από τρισδιάστατες προβολές με τη χρήση λέιζερ… Και στο βάθος ένα (αδημοσίευτο μέχρι το θάνατό του) πεζογράφημα χιλίων σελίδων(!!!) ενός χιλιανού, του Ρομπέρτο Μπολιάνο που πέθανε το 2003. Κείμενο που βρίθει αισθητικής και θεματολογίας βγαλμένης από τη σκοτεινή ζώνη των b-movies ή των μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών σήριαλ, όπου όλα τα τέρατα που βόσκουν στο Συλλογικό Ασυνείδητο της Πανανθρώπινης Ψυχής βγαίνουν στο ημίφως και απαιτούν το μερίδιό τους στη δημοσιότητα. Από την άλλη, οι διανοούμενοι, ως ήρωες του προβληματικού, αλλά προφητικού πεζογραφήματος, αναλίσκονται σε ακαδημαϊκούς σχολαστικισμούς και άλογο, άμετρο σεξ, σαν κουνέλια σε οίστρο, ή μάλλον σαν γουρούνια σε οίστρο, όπως τους κατηγορεί ένας Πακιστανός ταξιτζής στο Λονδίνο, πριν τον ξυλοφορτώσουν οι «πολιτισμένοι» πελάτες και βγάλουν πάνω στο ταλαίπωρο κορμί του όλα τα σαδομαζοχιστικά απωθημένα της κυρίαρχης λευκής φυλής. Τόσο καλά λοιπόν. Το «2666» παραπέμπει στο «1984» του Όργουελ, στο επίσης αδημοσίευτο μέχρι το θάνατό του έργο του Κάφκα, στον Μπέκετ και στον Ιονέσκο, στον Αρραμπάλ και στον Ζενέ, στον Κολτές και στον Ντοστογιέφσκι. Χωρίς να είναι γραμμένο για το θέατρο, ούτε καν για δημοσίευση, θα βρει πολλές δραματοποιήσεις-διασκευές του στο μέλλον, γιατί βρίθει από πρωτογενές υλικό πλούσιο και σοκαριστικό. Οι κοινωνιολογικές-εθνολογικές-θρησκειολογικές-ψυχολογικές παρατηρήσεις του Χιλιανού συγγραφέα είναι ανυπέρβλητα χειρουργικές και αφτιασίδωτες. Αυτό ίσως ήταν που παρακίνησε τον φερέλπιδα σκηνοθέτη Julien Gosselin και την καλλιτεχνική του κολλεκτίβα με τον συμβολικά δακρύβρεχτο τίτλο «Si vous pouviez lécher mon Coeur» (http://www.lechermoncoeur.fr/) [δίκην του «Thèâtre du Soleil» της Ariane Mnoushkine;] να δημιουργήσει ένα τεχνολογικώς εικαστικό μετά-θέατρο, ξεναγώντας μας στο λαβύρινθο του χρεοκοπημένου και ξοφλημένου ίσως Δυτικού Πολιτισμού μας. Μία εφιαλτική παράσταση, που δίνει «τροφή για σκέψη» κι αφορμή για συζητήσεις, που θα αντέξουν πολύ, σε βάθος χρόνου απροσδιόριστο. Η χαρά του κριτικού και του επαρκούς αναγνώστη-θεατή. Όμως από αισθητικής πλευράς, αντί για απόλαυση, βγαίνεις λες και σε έχουν κακοποιήσει παντοιοτρόπως. Τόσο πειστικοί λοιπόν καλλιτέχνες και συνδημιουργοί αυτής της δυναμικής δουλειάς, που έδωσε στο Φεστιβάλ Αθηνών μερικούς ακόμα πόντους προκειμένου να δικαιολογήσει τη μεταιχμιακή ύπαρξη και την παρακμιακή λειτουργία του.
Η Σοφόκλεια «Αντιγόνη» κι οι άταφοι νεκροί στην Τουρκία
Είδα την πρεμιέρα της κατά Λιβαθινόν «Αντιγόνης» στην Επίδαυρο τη νύχτα που ξεσπούσε το πραξικόπημα στην Τουρκία. Λίγες μέρες μετά οι άταφοι νεκροί στην γείτονα χώρα πληθαίνουν γεννώντας Ύβριν και προκαλώντας το άγραφο και απαράγραπτο ανθρώπινο Δίκαιο.
Τα ζητήματα που θέτει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, είναι η Αλαζονεία της Εξουσίας, η Κατάχρηση και η Παράβαση Καθήκοντος τα οποία δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα στα κράτη όπου πρυτανεύει το Δίκαιο, η Λογική και οι Θεσμοί λειτουργούν. Η δημοκρατία είναι το τελειότερο πολίτευμα, αφού οι πράξεις των αρχόντων τελούν υπό την διαρκήν αίρεσιν του Λαού (με τη μορφή Χορού στο αρχαίο δράμα).
Απόλαυσα την παράσταση, παρά τις όποιες θεατρολογικές και κριτικές μου επιφυλάξεις που θα σας αναπτύξω πιο κάτω.
Κατ’ αρχήν, ο σκηνοθέτης σεβάστηκε το κείμενο, όσο κι αν η δύσκαμπτη μετάφραση από τον εκλιπόντα Δημήτρη Μαρωνίτη το βάραινε σε πολλά σημεία ανώφελα (όπως π.χ. η Αντιγόνη χαρακτηρίζει τον εαυτό της «άπαιδη» – έλεος βρε παιδιά, και το «άτεκνη» μια χαρά είναι και η περίφραση «χωρίς παιδιά» μια χαρά παίζει, εκτός εάν το άτεκνη φέρνει άλλους συνειρμούς…). Ο Λιβαθινός, αντίθετα από τον Χουβαρδά, είναι συντηρητικός ως προς την υπέρβαση των λογικών και θεματικών ορίων που θέτει το ίδιο το κείμενο. Δείχνει δηλαδή περισσότερο σεβασμό στα λόγια και στο «πνεύμα» του συγγραφέα. Δεν έφτασε, φυσικά, να καταργήσει τελείως τον Χορό, όπως έκανε ο Χουβαρδάς, γιατί αυτό θα ήταν ένα αποδομητικό πλήγμα στην ίδια τη σύσταση, τη μορφή και την ουσία της αρχαίας τραγωδίας. Τον περιόρισε όμως σε αγοραίες εκδηλώσεις, κάπως νευρωτικές και σπασμωδικές, ως αντιδράσεις καφενείου σε παράσταση «θεάτρου σκιών». Έτσι ο Χορός δεν ακούστηκε ευκρινώς και δεν απολαύσαμε τα κλασικά χορικά. Όπως δεν ακούγονταν και οι λοιποί υποκριτές, αφού χάριν αληθοφανείας ο σκηνοθέτης τους τοποθετούσε να μιλούν ¾ ή πλάτη στο κοινό, ενώ το αρχαίο αργολικό θέατρο απαιτεί μετωπική εκφορά του λόγου, όσο κοντά στη θυμέλη τόσο καλύτερα.
Από την άλλη, η αισθητική της όλης παράστασης, η «όψις» σύμφωνα με την «Ποιητική» του Αριστοτέλη, παραείχε άρβυλα (η γιορτή της ποδο-μυκητίασης!). Δεν χρειαζόταν να φοράει άρβυλα και η Αντιγόνη και η Ισμήνη. Θα μπορούσαν να φορούν πιο κομψά, αρχοντικά παπουτσάκια. Τέλος πάντων. Και πάλι καλά. Η γενική σκηνογραφική ένδυση του λόγου ήταν μάλλον ανεκτή, έως και διακριτική θα έλεγα (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου). Εκείνο που ήταν μεταμοντέρνο μπαρόκ ήταν τα «διαχρονικά» κοστούμια που δεν περιποιούσαν τιμή σε κανέναν και δυσκόλευαν τους ηθοποιούς, όπως το σφραγισμένο μάτι του Τειρεσία, που παραλίγο να πέσει στο χώμα! Όμως η Μπέτυ Αρβανίτη παρά τις φωνητικές της ατέλειες κι ελλείψεις απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι λαμπρή ηθοποιός προσηλωμένη στην ποιότητα και με ιδιαίτερη έγνοια για τον ποιητικό δραματικό λόγο. Ήθος, σεμνότητα, ακρίβεια, συνέπεια και υπακοή στα κελεύσματα του σκηνοθέτη, δεν έκανε ούτε μια στιγμή κάτι από τα σταριλίκια στα οποία επιδίδονται διάφορες ομότεχνές της. Είναι Κυρία με κάππα κεφάλαιο και σε αυτή την παράσταση έδωσε έναν άφυλο-δίφυλο τυφλό μάντη με την ακρίβεια ενός χειρουργού που λειτουργεί τόσο συγκεντρωμένος που μοιάζει αφηρημένος. Κρίμα που οι διακυμάνσεις του λόγου της ταίριαζαν περισσότερο σε ανοικτό θέατρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αν ήμασταν στην απαιτητική-ανταγωνιστική «Εσπερία» θα προσλαμβάναμε ειδικό δάσκαλο φωνητικής.
Εκείνος όμως που με εξέπληξε ευχάριστα ήταν ο Δημήτρης Λιγνάδης. Ίσως η αυταρχικότητα και η αλαζονεία του ρόλου του να συνηχούσε με κάποιες καλά κρυμμένες χορδές της ψυχοσωματικής του ύπαρξης, γιατί και στον σαιξπηρικό «Ριχάρδο Γ’» είχε βγάλει πολλή από την εσωτερική του σκοτεινιά και την είχε ξεράσει επί σκηνής ως Σκότος δραματικό κι αξιοπρόσεκτο. Τελικά, αυτοί οι «κακοί» ρόλοι αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στον υποκριτική να ξορκίσει τους δαίμονές του αναπτύσσοντάς τους επί σκηνής.
Δεν μπορώ να πω και για τις ηθοποιές που υποδύθηκαν Ισμήνη (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) κι Αντιγόνη (Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη). Πολύ «στρογγυλά» μας τα είπαν όλα, πολύ ορθοφωνημένα, πολύ αναμενόμενα, όσο κι αν κυλίστηκαν στο χώμα, όσο κι αν χώθηκαν κάτω από ξύλινα παγκάκια, όσο κι αν έκαναν κούνια-μπέλα στην αιώρα κρεμάλα της υπερυψωμένης σκηνής.
Κάτι πήγε να κάνει ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Αίμονα (Βασίλης Μαγουλιώτης).
Διακεκριμένη, έμπειρη κι αξιαγάπητη η Μαρία Σκούντζου ως κορυφαία του Χορού.
Μια παράσταση που δεν προσπερνά και δεν πρέπει να προσπεράσει εύκολα κανείς. Καλοί κι οι έμπειροι Κώστας Καστανάς και Νίκος Μπουσδούκος. Αν μη τι άλλο ήξεραν ορθοφωνία, χωρίς να σημαίνει κι ότι τους ακούγαμε μέσα στον γενικόν ορυμαγδό του διονυσιαζόμενου αλλά όχι και βακχικού Χορού.
Ο Στάθης Λιβαθινός είναι βαθύς γνώστης της θεατρικής πράξης. Ας μείνει λοιπόν στον εγγενή συντηρητισμό του, αφού κάθε προσπάθεια να υπερβεί τα εσκαμμένα εκθέτει αυτόν και τους καλούς συνεργάτες του.
«Είμαι η Αντιγόνη…» του Γιάννη Σολδάτου στο «ΕσωΘέατρο»
«Το παράδοξο του Diderot» σε όλο του το μεγαλείο. Ένα μοντέλο, άνεργη ηθοποιός, ετεροαπασχολούμενη κι απλήρωτη καλλιτέχνις δυναμιτίζει τον ψυχισμό της με τον ταυτιστεί απόλυτα (ψυχή τε και σώματι, που λέμε) με την Σοφόκλεια Αντιγόνη, την οποία ερμηνεύει σε κάποια παράσταση («θέατρο εν θεάτρω»). Η εμμονή της με το «να θάψουμε τους νεκρούς» (τόσο επίκαιρη την εποχή της έξαρσης του προσφυγικού) της γίνεται ψύχωση και μοίρα. Το ηθικό δίδαγμα αυτού του φιλολογικώς προσανατολισμένου θεατρικού έργου του σκηνοθέτη και συγγραφέα Γιάννη Σολδάτου, το πέμπτο στη σειρά «Ιερή Πόρνη» διερευνά τα όρια ηθοποιού-ρόλου, πραγματικότητας-φαντασίας, εγώ-οι άλλοι και θέτει σημαντικά υπαρξιακά και κοινωνιολογικά προβλήματα διαχείρισης του εαυτού και της σαφούς οριοθετήσεως του ατόμου ως προς το περιβάλλον του, χωρίς τα όρια να γίνονται σύνορα αδιαπέραστα και περιχαρακωμένα, βεβαίως. Όμως χωρίς όρια, θα βουλιάξουμε σε μια χαοτική σούπα εντροπίας, όπου θα χαθούμε όλοι στο δικό του χωροχρονικό α-συνεχές ο καθένας. Αυτή η φιλοσοφική διερεύνηση περνάει αναγκαστικά μέσα από την αλλοτρίωση του ατόμου και την απαλλοτρίωση του σώματος στο ιερό λειτούργημα της πορνείας, όπου πρέπει να είναι κανείς πολύ δυνατός, αυτάρκης και μονομανώς πανηδονιστής για να αντέξει την κατάλυση των πάσης φύσεως ηθικών και κοινωνικών ορίων.
Πολύ καλή διαπραγμάτευση του θέματος από δραματουργικής πλευράς. Ο έμπειρος σκηνοθέτης ξέρει να δημιουργεί, να κλιμακώνει και να αποκλιμακώνει εντάσεις δια της δυναμικής της ομάδας κι αξιοποιώντας τα θέσφατα της ομαδικής ψυχολογίας.
Ζωγραφικοί οι φωτισμοί, δραματική λειτουργική και διακριτικά σημαίνουσα η μουσική του Νίκου Βασιλόπουλου. Εκπληκτικής ομορφιάς και σκηνικής αποτελεσματικότητας τα κοστούμια που σχεδίασε η έμπειρη σκηνογράφος-ενδυματολόγος Έφη Βενιανάκη.
Και οι τρεις ηθοποιοί (ΜΑΡΙΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΤΣΙΚΗΣ,
ΣΑΝΤΡΑ ΧΑΛΤΟΥΠΗ) είναι υπέροχοι, αυτοθυσιαστικοί, αυταπαρνησιακοί, αυτενεργούντες σε άψογη αρμονική συνεργασία με τους άλλους και σε αρμονία με τον περιβάλλοντα χώρο, όπου ηθοποιοί και θεατές συμπλέκονται και συνυφαίνονται στο φαντασιακό σύμπαν του υπέροχου «Εσωθεάτρου» στο Θησείο, Ακταίου 3, δίπλα στην εκκλησία, λίγο πιο κάτω από τον ηλεκτρικό σταθμό, μέσα από το παρκάκι, από την πάνω πλευρά των γραμμών προς Πετράλωνα.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω αυτή τη θεατρική μυσταγωγία και σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Η συναισθηματική ασφάλεια και το χιούμορ: κλειδί επιτυχίας για τους ηθοποιούς. Λαμπρό παράδειγμα: η Σμαράγδα Καρύδη, κόρη των σεμνών και πολυτάλαντων ηθοποιών Ντίνου Καρύδη και Τζούλιας Αργυροπούλου
Το ελληνικό θεατρικό κοινό στα χρόνια της Κρίσης είναι απαιτητικό έως ανθρωποβόρο. Όπως και το γερμανικό θεατρόφιλο κοινό, ήδη από προγενέστερες δεκαετίες (αφού οι Γερμανοί μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και μετά τον χωρισμό και την επανένωση των δύο Γερμανιών περνούσαν από την μία κρίση στην άλλη), η οικονομική στενότητα, το σφίξιμο του ζωναριού και η σκληρότητα της καθημερινής επιβίωσης, αφήνει στο πόπολο μόνο τον ρωμαϊκόν «άρτον και θεάματα», αφού οι κάθε λογής Θρησκείες, μεσσίες, προφήτες και ψευδοπροφήτες, μάγοι και μάντεις λεηλάτησαν ό,τι είχε απομείνει από τους πλέον εύπιστους και καλοπροαίρετους ανθρώπους. Οι υπόλοιποι «βάζουν μπρος τα δυο τους χέρια και σηκώνονται», γίνονται από σκληροί έως απάνθρωποι (σαν τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ) και πορεύονται λατρεύοντας αποκλειστικώς και μόνον την «Αγία Επιβίωση». Αυτή η σκλήρυνση, η χοντροπετσιά, ο σαδομαζοχισμός μετατρέπει τους βουλιμικούς θεατρόφιλους, που πηγαίνουν στο θέατρο για να διασκεδάσουν, να νιώσουν καλύτερα, ή ακόμα-ακόμα και να ψυχαγωγηθούν, τους μετατρέπει (κατά το μάλλον ή ήττον) σε θεατές ρωμαϊκής αρένας, αφού μόνο μέσα από την ομοιοπαθητική βία ξορκίζουν τον πόνο, τον φόβο και τον πανικό που τους προκαλεί αυτό που λέμε «αντικειμενική πραγματικότητα» και το οποίο δεν είναι παρά ένα φάντασμα στο μυαλό (του καθενός μας, διαφορετικό από κρανίου εις κρανίον). Η Τέχνη σκοπό και στόχο της έχει να μετατρέψει το φαντασιακό του αποδέκτη και συνδημιουργού της προκειμένου να κάνει περισσότερο ανεκτή, υποφερτή ή ακόμα κι ευχάριστη τη ζοφερή καθημερινότητα. Αυτή είναι η λειτουργικότητα την οποία επιτελεί από την εποχή των σπηλαίων κι ακόμα πριν. Ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης, ο ραψωδός, ο μίμος, ο παντόμιμος, ο χορευτής, ο τεχνίτης του Διονύσου, πόσω μάλλον αν είναι σταρ, πρέπει να δουλέψει τόσο σκληρά με το σώμα και την ψυχή του έτσι ώστε να γίνει κυριολεκτικά λάστιχο. Η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά “Fame” της δεκαετίας του 1980 είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της απάνθρωπης σκληρότητας. Μια διαφήμιση, τηλεοπτική, πρόσφατη, που δείχνει σε πρώτο πλάνο τα πληγωμένα πόδια των χορευτών κλασσικού μπαλέτου, χαϊδεύει τα αυτιά και μάτια των κακοπαθημένων καλοπληρωτών θεατών που πηγαίνουν για να διασκεδάσουν σε θεάματα υψηλής απαιτητικότητας σε οργάνωση-συντονισμό-ομαδική δουλειά, περφεξιονισμό τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Κάτι στο οποίο πάσχει η ελληνική κοινωνία. Κυρίως στο δεύτερο, ομαδικό επίπεδο, αλλιώς μεμονωμένα ταλαντούχα και πειθαρχημένα και οργανωτικά και συνεργάσιμα άτομα έχουμε ένα σωρό. Υπερπληθώρα. Όμως πόσοι από αυτούς τους τελειομανείς βρίσκουν το δρόμο τους προς την κοινωνική καταξίωση και την επιτυχία; Πολλοί λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, στον τομέα του ο καθένας. Γιατί; Μα είναι πολύ απλό; Χρειάζεται συναισθηματική ασφάλεια, αυτογνωσία, ωριμότητα, παιδεία, εκπαίδευση, διαρκή επιμόρφωση, συστηματική δουλειά σε καθημερινή βάση και κυρίως υγιή ανταγωνιστικότητα, που βασίζεται στην άμιλλα κυρίως με τον εαυτό μας. Μάλιστα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η πραγματικότητα, η ζοφερή καλλιτεχνική πραγματικότητα στην Ελλάδα της Κρίσης απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ να γίνουμε Ηρακλείς, ημίθεοι, υπεράνθρωποι… Κι όλ’ αυτά γιατί; Μα μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε. Τόσο απλό.
Πήγα να δω το γνωστό και μάλλον ωραιοποιητικό της μεσο-μικροαστικής μιζέριας αμερικάνικο μιούζικαλ του Μπομ Φόσσι με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Sweet Charity”, όπου μια συμπαθής πρωταγωνίστρια του περιθωρίου και ψιλοαποτυχημένη γενικώς φέρει το όνομα Charity Hope Valentine. Μάλιστα. Το απομυθοποιημένο «αμερικάνικο όνειρο» σε όλο του το μεγαλείο. Σαν την «Ζυστίν» του Μαρκήσιου ντε Σαντ, που όλοι τη βιάζουν, την κακοποιούν, την προδίδουν, την εγκαταλείπουν, την προδίδουν κι εκείνη απορεί διαρκώς «γιατί», χωρίς να διδάσκεται, χωρίς να χοντροπετσιάζει, χωρίς να μετατρέπεται κι αυτή σε τέρας αδηφάγο και αδίστακτο, έτσι κι η γλυκούλα «Φιλανθρωπία-Ελπίδα-Ρομαντικός Έρωτας του Αγίου Βαλεντίνου». Είναι αυτό που λένε «δώσαμε-δώσαμε στον έρανο» ή «η τελευταία Πόντια πόρνη αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται». Όμως η δική μας, η συμπαθέστατη, η εύθυμη, η λαϊκιά αστή Σμαράγδα Καρύδη, πατώντας σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον σημαντικών ηθοποιών από τα γεννοφάσκια της, έδωσε στον μάλλον ασήμαντο κι αδιάφορο ρόλο ένα βάθος και μια σφαιρική αντιφατικότητα, που έμοιαζε η ερμηνεία της με κοινωνιολογικό δοκίμιο. Τέτοια αυτοπεποίθηση, τόση ασφάλεια συναισθηματική, τέτοιες σωματικές, φωνητικές και υποκριτικές ακροβασίες σπανίως βλέπουμε στο ελληνικό θέατρο και μάλιστα σε ένα τόσο δύσκολο ξενόφερτο είδος, όπως είναι το μιούζικαλ, που απαιτεί από τον ηθοποιό να είναι υποκριτής, μίμος, παντόμιμος, χορευτής και τραγουδιστής (πολλά σε ένα!!!). Η Σμαράγδα Καρύδη είναι Ηθοποιός, με Ήτα κεφαλαίο, γιατί ξέρει και την ήττα να την μετατρέπει σε Νίκη, μεγαλοπρεπή. Η καλή και πανέμορφη ηθοποιός Τζούλια Αργυροπούλου (η μανούλα της) κι ο χιουμορίστας καρατερίστας αειθαλής κι αγέραστος πατέρας της Ντίνος Καρύδης, της έδωσαν γερές βάσεις για να ανταποκριθεί και να ανταπεξέλθει ακόμα και στις πλέον δύσκολες σκηνικές απαιτήσεις. Γιατί δεν παίζουν και οι τρεις μαζί να γίνει λαϊκό προσκύνημα; Στην «Περικειρομένη» του Μενάνδρου παραδείγματος χάριν; [Την έχω συμπληρώσει-διασκευάσει-ολοκληρώσει στο βιβλίο μου «Διασκευάζοντας άνευ ευτελείας», εκδόσεις Φαρφουλάς]. Έφερα αυτό το παράδειγμα γιατί αυτό είχα πρόχειρο. Να οργώσουν οι τρεις του τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας και όχι μόνον και να γίνουν ένα ανεπανάληπτο τρίο, όπου ο Καρακατσάνης, ο Μιχαλακόπουλος και άλλοι σύγχρονοι αριστοφανικοί διονυσιακοί ηθοποιοί θα ωχριούν μπροστά τους. Εμπρός. Ιδού η Ρόδος ιδού το οίδημα. Παραγωγός χρειάζεται, μουσικός, χορογράφος και σκηνοθέτης. Τον μεταφραστή τον βρήκαμε [γιατί «ο παπάς πρώτα ευλογάει τα γένια του» κι «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου πέφτει και σε πλακώνει»]:
Δια στόματος Αγγελικής Ματθαίου, μια ιστορία προσφυγιάς κι αενάου ξερριζώματος. Μία διαχρονική «ΑΓΓΕΛΙΚΗ» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» από την ομάδα με τον ειρωνικά αυτοσαρκαστικό τίτλο «Killing the Fly»
Δεν ξέρω αν το «σωματικό θέατρο» (Physical theater) είναι μία παρενέργεια της θρυλούμενης αλλά αδιόρατης ακόμα Παγκοσμιοποίησης, ή μήπως είναι απλώς ο κληρονόμος των μίμων-μιμάδων-παντόμιμων που διέτρεχαν τις αχανείς (για τα μεταφορικά μέσα της τότε εποχής) εκτάσεις του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αργότερα [ότε τέθηκαν υπό διωγμόν από την επίσημον τότε Εκκλησίαν, αν και η αυτοκράτειρα Θεοδώρα ξεπήδησε κι αναρριχήθηκε στον ύπατο θρόνο από τα άσεμνα θεάματα του Ιπποδρόμου, στο νούμερο με το καλαμπόκι στα γεννητικά όργανα και τη χήνα που τα αναζητούσε…].
Το σίγουρο είναι όμως ότι θυμίζει τα «Κλασικά εικονογραφημένα» ή τον «Αστερίξ και Οβελίξ» για τους παλαιότερους. Με άλλα λόγια, καθρεφτάκια για ιθαγενείς κι ιστορίες για αγρίους. Το έργο «Αγγελική, μελόδραμα σωματικού θεάτρου. An illustrated monologue» που παρακολουθήσαμε στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» και νιώσαμε ως παιδάκια προ-νηπιαγωγείου στην πρώτη τους θεατρική παράσταση, διέθετε τόση και τέτοια περιττή περιγραφικότητα και «σωματοποίηση-υπογράμμιση» του εκφερόμενου λόγου, χωρίς απαραίτητα και τον (αυτό-)κριτικό σχολιασμό του, κάτι που θα του έδινε ενδεχομένως ένα άλλο βάθος και μια κάποια προοπτική, πέρα από τη ρηχότητα μιας μάλλον ενδιαφέρουσας ιστορίας που απευθύνεται σε κωφαλάλους ή σε χαμηλής νοημοσύνης άτομα… Έλεος πια. Είπαμε θέατρο και στυλιζάρισμα, θέατρο και θεατρικότητα, έρευνα της πρωταρχικής θεατρικής γλώσσας… καλά είν’ όλα αυτά και άγια. Αλλά δεν μπορεί να βγαίνουμε με τα νεύρα τσατάλι από παραστάσεις που όταν μιλάς για ένα βουνό το δείχνεις κιόλας και προσπαθείς να αναπαραστήσεις τον όγκο του με …το σώμα σου. Όσο ευτραφής κι αν είσαι, είναι περιττό, αντιαισθητικό, κακόγουστο. Εκτός αν απευθυνόμεθα σε ένα πολυεθνικό κοινό, αν δίνουμε παράσταση σε καταυλισμό αλλόγλωσσων νομάδων που δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο και δεν γνωρίζουν γραφή κι ανάγνωση. Όμως ακόμα κι έτσι οφείλουμε σεβασμό στην ανθρώπινη υπόστασή τους.
Κρίμα γιατί η πραγματική ιστορία της εβδομηντάχρονης Αγγελικής Ματθαίου άξιζε καλύτερη τύχη και το υπερ-χρονικό και υπερ-τοπικό πρόβλημα των ξερριζωμένων προσφύγων είναι ένα ζέον πρόβλημα για όλες τις σύγχρονες «ανεπτυγμένες» κοινωνίες.
Περιμέναμε περισσότερα από την ομάδα με τον ειρωνικά αυτοσαρκαστικό τίτλο «Killing the Fly» (αλήθεια, μήπως υπονοούν τις «Μύγες»-Ερινύες-τύψεις συνειδήσεως από το έργο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ;). Τι να σας πω και τι να σας μολογήσω; Δεν ξέρω. Έχω υποστεί τόση «πρωτοπορία» ο κριτικός, που αν δεν είχα μεγαλώσει στη Φύση και δεν ήμουνα εγκρατής εκ φύσεως θα είχα χάσει τελείως το μπούσουλα και θα συνέχεα την αριστεράν με τη δεξιά μου (κάτι που είναι εξάλλου πολύ εύκολο να το πάθει κανείς σε αυτόν τον τόπο).
Πέρα όμως από την πλάκα, θαύμασα τους δύο άντρες ηθοποιούς για την εύπλαστη σωματική τους έκφραση: Robin Beer και Γιάννης Κουκουράκης. Εύγε τους! Όσο για την Αγγελική Ματθαίου, τι να σας πω; Δεν ξεύρω. Κάποιες στιγμές ήταν πολύ κινηματογραφικά ρεαλιστική, κάποιες άλλες το έχανε (όταν νόμιζε ότι το …εύρισκε) κι άλλες απλώς διεκπεραίωνε ένα κείμενο με τις απαιτήσεις σχολικής παράστασης δημοτικού σχολείου. Τόση αθωότητα πια;! Κινδυνεύει να δημιουργήσει …σχολή, όπως όλες οι επιδερμικότητες σε αυτόν τον τόπο. Το πρόβλημα με το κακό θέατρο στην Ελλάδα είναι ότι ελλείψει συστηματικής, αυστηρής, επιστημονικής κριτικής η όποια αυθαιρεσία κατοχυρώνεται, διαιωνίζεται, αποκτά ισχύ «δεδικασμένου» και μετά την απομάκρυνσιν από την αίθουσα ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Όλοι χειροκροτούν. Σαν κοινό ρωμαϊκής αρένας. Κι όσο πιο κακόγουστο το θέαμα, όσο πιο εμετικό τόσο περισσότερο χειροκροτούν. Αυτό το έχω παρατηρήσει στο Ηρώδειο όταν ήμουν υπεύθυνος των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (1997-1998). Ούτε η Σαλώμη αν χόρευε μπροστά από τον Ηρώδη και την Ηρωδιάδα δεν θα αποσπούσε τόσο μανιασμένο χειροκρότημα. Τι να πω; Άγνοια; Κακοήθεια; Παρεϊσμός (η αποθέωση της παρέας από τους κλακαδόρους;). Όπως στα κονσέρτα και στις διεθνείς συμφωνικές ορχήστρες, που βλαχάρες υπουργίνες έρχονταν μετά την έναρξη και με ρωτούσαν «τι είναι η ουβερτούρα;» κι επέμεναν να μπουν με τα ψηλοτάκουνα στα μαρμαρένια αλώνια του ρωμαϊκού ωδείου και να καταχειροκροτηθούν κιόλας! O tempora o mores!
Έτσι λοιπόν για να επανέλθουμε στην παράσταση του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» με την «Αγγελική» της Αγγελικής Ματθαίου σε διασκευή Κατερίνας Δαμβόγλου, που παίζει, εκφράζεται σωματικώς, ομιλεί και συν-σκηνοθετεί, θα προτιμούσα να είχα διαβάσει απλώς το κείμενο δίπλα στο τζάκι ακούγοντας το “Requiem” του Μότσαρτ. Τόσο κλασικά και παλιομοδίτικα είναι τα γούστα μου… Παρά να προσπαθώ να λαγοκοιμηθώ στα άβολα καθίσματα γέρνοντας ελαφρά στον κατάμαυρο τοίχο του δώματος αυτού του Ναού της Τέχνης του Διονύσου.
Ομάδα Θεάτρου ΑTONAλ-Σοφία Μαραθάκη
La dispute του Μαριβώ στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών
Πατώντας με το ένα πόδι στη «Φιλονικία» (1744) του Μαριβώ και με το άλλο στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» (1600) του Σαίξπηρ η πολλά υποσχόμενη, ταλαντούχα, πειθαρχημένη κι αντι-μεταμοντέρνα Σοφία Μαραθάκη απέδωσε με απολύτως ορθολογικό και γεωμετρημένο θα έλεγα τρόπο την πανάρχαια τραγικωμωδία του Έρωτα ως έναν αγώνα αγρίων ενστίκτων με τον «πολιτισμένον άνθρωπο», που χάνει πάντα το παιχνίδι του έρωτα και της εξουσίας, απλώς και μόνον γιατί δεν είναι πια τόσον άγριος, αδίστακτος και ανήθικος για να αντιπαρατεθεί και να αντιπαραταχθεί στο κτήνος που ελλοχεύει ακόμα και στον πλέον συγκροτημένο (φαινομενικά) άνθρωπο. Τα ορμέφυτα φαίνονται να λειτουργούν ανεξέλεγκτα περισσότερο στις γυναίκες (για τον Μαριβώ), ενώ στον Σαίξπηρ διαφαίνεται μια κάποια «δημοκρατία των φύλων», τουλάχιστον όσον αφορά την «αρρώστια του έρωτα».
Ξεκινώντας κατ’ αρχήν από το σκηνικό χώρο που διαμόρφωσε, κόσμησε και φιλοτέχνησε ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, διατηρείται ανάστροφα η αρχιτεκτονική της σκηνής «ιταλικού τύπου» με τους υποτιθέμενους θεατές-παρατηρητές του ανθρωπολογικού αυτού πειράματος να βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο και ψηλότερα από την επί σκηνής αρένα, όπου συμπλέκονται τα ρωμαϊκά θηρία με τους μονομάχους αδιάκριτα και αδιακρίτως. Από τα πλέον επιμελημένα, σοφά και τετραγωνισμένα σκηνικά του Φεστιβάλ Αθηνών.
Τα κοστούμια υπογράφει η εικαστικός Εύα Μαραθάκη, ενώ στον σχεδιασμό των φωτισμών συνεργάζεται ο Σάκης Μπιρμπίλης. Εκπληκτικά ακριβής, ρασιοναλιστική και στρογγυλεμένη η κίνηση που δίδαξε η Βρισηίδα Σολωμού. Απολύτως ταιριαστή με τον μεταφρασμένο από την Μαρία Ευσταθιάδη λόγο του Μαριβώ, η πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε ο Βασίλης Τζαβάρας.
Όλοι οι ηθοποιοί ήσαν υπέροχοι, καταπληκτικοί, πειθήνια δημιουργικοί και υπάκουα παραγωγικοί, κάτι που δεν συναντάται συχνά ούτε στο ελληνικό θέατρο ούτε στην ελληνική κοινωνία βεβαίως. Τα ονόματά τους με αλφαβητική σειρά: Μιχάλης Βαλάσογλου, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Σοφία Μαραθάκη, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Καλλιόπη Σίμου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης.
Θα ήθελα να βλέπω όλο και πιο συχνά τόσο άρτια θεάματα, δομημένα και αισθητικώς επεξεργασμένα, γιατί πήξαμε στις προχειρότητες και στις αρπαχτές και στις δήθεν μεταμοντέρνες ανοησίες. Επιτέλους, όλα τα πράγματα έχουν και τα όριά τους. Τα παιδιά που παίζουν στον κήπο καταστρέφοντας και καίγοντας δέντρα και ζωντανά, που δεν αφήνουν όρθια πέτρα πάνω στην πέτρα, δεν μας ενδιαφέρουν, δεν μας αρέσουν και δεν μας αφορούν. Αρκετά με την αποδόμηση. Γίναμε όλοι Ηρόστρατοι! Ας βρεθούν πάλι εκείνοι οι γενναίοι που θα χτίσουν ναούς της Εφέσσου κι ας τους λοιδωρήσουνε κι ας παλέψουν με όλα τα θηρία της πανανθρώπινης ερεβώδους ψυχής που αναζητεί διαρκώς την αυτοκαταστροφή της, λες και δεν μπορεί να νικήσει αλλιώς τη ναυτία του θανάτου και το άγχος του Χρόνου που καταρρακώνει κάθε μνήμη και μας βυθίζει όλους στη Λήθη, μακριά από την Α-λήθεια που θα μας λυτρώσει.
Ο καλλιτέχνης είναι και οφείλει να είναι φρυκτωρός, σηματωρός, φάρος. Αν πρόκειται να οδηγεί τυφλούς, ως μισότυφλος αυτός, από βάλτου εις βάλτον κι από ξέρας εις ξέραν, όπου θα προσαράξουμε δια παντός… εεε, ας μας λείπει καλύτερα.
Η Σοφία Μαραθάκη είναι μια υγιής καλλιτεχνική φωνή, αξιοπρόσεκτη, αξιομνημόνευτη και αξιοβράβευτη!!!
Ερμίρα Γκόρο, After Party, με την εκπληκτική Αγγελική Στελλάτου στο Φεστιβάλ Αθηνών
Η Αγγελική Στελλάτου, συνοδοιπόρος στην αρχή και συνδημιουργός του μύθου που λέγεται Δημήτρης Παπαϊωάννου, ακολούθησε στη συνέχεια τον δικό της διακριτικό τρόπο κι έρχεται σήμερα σε σύλληψη-σκηνοθεσία Ερμίρας Γκορό και συν-χορογραφώντας μαζί της, να μας μιλήσει ως Performer αλλά καθόλου αυτοσχεδιαστικά, για τα προσωπικά της βιώματα τόσον όσον αφορά το πέρασμα της γυναίκας από την πολυθρύλητη νεότητα στην υπαρξιακή αγωνία της μέσης ηλικίας όσο και για τη μετάβαση από τα φώτα του προσκηνίου στο ημίφως του βάθους της σκηνής που λέγεται κόσμος και είναι γεμάτη από σαλεμένες υπάρξεις σύμφωνα με τον Τρελό από τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ».
Αυτή η διπλή ανάγνωση του συμβολικού έργου με τον τίτλο “After Party” είναι καθ’ όλα νόμιμη και θεμιτή, γιατί παρ’ όλο που χρησιμοποιεί την ασπρισμένη κόμη της ως μάσκα, ως προσωπείο, ως προκάλυμμα, η χορογράφος και καλλιτέχνις Αγγελική Στελλάτου κουβαλάει επί σκηνής τόσο το εξαντλητικά γυμνασμένο σώμα της όσο και το μύθο της (πράγματα αδιαχώριστα ακόμα και για τους πιο σχολαστικούς και έμπειρους κριτικούς). Έχει χυθεί πολύ μελάνι για τον διαχωρισμό βιογραφίας και έργου, όμως σας λέω εγώ ότι είναι σα να προσπαθείς να διαχωρίσεις τον χοιρινό κιμά από το διάσπαρτο εσωτερικό λίπος του. Εξάλλου Ύλη και Αντιύλη συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, αφού είναι διαφορετικές εκφάνσεις της προσωρινώς μορφοποιημένης ενέργειας. Έτσι, η ενέργεια ενός καλλιτέχνη δεν μπορεί να διαχωριστεί και να διαμοιραστεί σε δύο επίπεδα (άλλο το έργο κι άλλο ο βίος κι η πολιτεία). Αυτό θα συνέβαινε μόνο σε βαριές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Η εργοβιογραφία είναι ενιαίο κι αδιαίρετο σύνολο, ακόμα κι όταν δεν μας βολεύουν μερικές «σκοτεινές» πτυχές της καλά κρυμμένης μας ουσίας. Τότε σκιαμαχούμε, κυνηγάμε φανταστικούς μύλους, σαν τον Δον-Κιχώτη, αρνούμαστε το πασιφανές ότι δέντρο χωρίς σκιά δεν υπάρχει κι ότι τα όντα φέρουν τη σκοτεινή και τη φωτεινή πλευρά τους αδιαίρετη.
Όλα αυτά τα γράφω, γιατί διείδα με την ευαισθησία του ποιητή-κριτικού, μια προσπάθεια της ημι-από-κεκαλυμμένης Αγγελικής Στελλάτου να μιλήσει για όλους και για όλα με το σώμα της. Αυτή η βουβή διαμαρτυρία που ενείχε δημιουργικώς αναπτυσσόμενη πικρία, αλλά και απαράμιλλη μαχητικότητα, μετέδωσε τελικά στους θεατές τη δύναμη του ηττημένου, το «βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι»
του πεσμένου, που δεν το βάζει όμως κάτω, που δεν παραδίδεται, αλλά διδάσκεται από τα χαστούκια της ζωής και τα καπρίτσια του Χρόνου να γίνεται περισσότερον ευέλικτος και προσαρμοστικός μέχρις εξαφανίσεως, μέχρις πλήρους αφομοιώσεως από τη σκοτεινή και μαύρη Υλοενέργεια της Ορφικής Νύχτας από την οποία ανα-γεννάται το Ορφικόν Ωόν της Δημιουργίας, ως Φοίνιξ μετά την απαραίτητη πυρκαγιά που θα οδηγήσει τη φθαρμένη ύλη στην ανα-κύκλωση.
Σοφή η χορογραφία της Ερμίρας Γκόρο, τέλεια η απόδοσή της από τη συνδημιουργό Αγγελική Στελλάτου. Μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς μεσούσης της Κρίσεως, γιατί θα βγει δυναμωμένος και ισχυρός.
Ιόλη Ανδρεάδη, Young Lear. Παράσταση βασισμένη στον «Βασιλιά Ληρ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ή αλλιώς πώς η δουλειά δεν κάνει τους άξιους θεατρανθρώπους όταν λείπει η διονυσιακή μανία και η βακχική έξαψη, όταν η ηδονή της ζωής μετατρέπεται σε κατάπλασμα συνώνυμο της επιβίωσης.
Η Κρίση παίρνει πολλές μορφές σε πολλά επίπεδα. Όταν στο επίσημο τυπωμένο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών (και Επιδαύρου, αν και φέτος όλες οι παραγωγές ήταν ανεξάρτητες), διαβάζουμε με κεφαλαία bold εκτυφλωτικά μεγάλα γράμματα το βαρύγδουπο όνομα ΙΟΛΗ ΑΝΔΡΕΑΔΗ ενώ με μικρότερα στοιχεία και χωρίς πολλές-πολλές επισημάνσεις το όνομα ενός κάποιου Σαίξπηρ που δεν τον ξέρει ούτε και η μάννα του. Έλεος βρε παιδιά! Τέτοια αμετροέπεια, αλαζονεία, καμποτινισμός, ωχαδερφισμός, ξερολισμός και όλα τα κακά της φυλής;… Είπαμε, αλλά μέχρι ενός σημείου. Βέβαια, ο υπότιτλος βάζει κάπως τα πράγματα στη θέση τους, αφού βιάζεται να δηλώσει πως δεν πρόκειται για παράσταση του κλασικού, μεγαλειώδους ασύλληπτου, ποιητικού-δραματικού-φιλοσοφικού έργου, αλλά για μια διασκευή [και ούτε καν – γι’ αυτό χρειάζεται άλλωστε μια κάποια φαντασία], διασκευή που φιλοτεχνεί [τρόπος τού λέγειν] η επίδοξη διάσημη θεατράνθρωπος, η οποία υπογράφει [μόνη της – καταμόναχη] και τη Σύλληψη [ποιανού;] και τη Σκηνοθεσία και τη Μετάφραση και την Κίνηση [ποιών; Μα αφού οι ταλαίπωροι υποκριτές πέρασαν την ώρα τους καθισμένοι σε καρέκλες ή όρθιοι σχηματίζοντας απλοϊκά σύμβολα με τα χέρια τους]… Αιδώς Αργείοι. Μια φοιτητική παραστασούλα είδαμε, με τους ηθοποιούς αμήχανους να προσπαθούν να παίξουν ταυτόχρονα σε δύο [τάχαμου και δήθεν] επίπεδα: αυτό των σύγχρονων μεγαλοαστών που περιμένουν τον πατέρα-αφέντη να ξεψυχήσει προκειμένου να διαμοιράσουν τα υπάρχοντά του για να πληρώσουν τα χρέη τους, ενώ ταυτόχρονα παίζουν ένα αυτοσχέδιο ψυχόδραμα, με ρόλους δανεικούς και πασίγνωστες ατάκες από τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Εντάξει, απαιτεί μια κάποια εγρήγορση κάτι τέτοιο, λίγη ένταση, σαφείς αλλαγές, σχηματικά περιγράμματα, άκαμπτα όρια (όπως εξάλλου και το σκηνικό, που αναπαρίστανε προθάλαμο νοσοκομείου χωρίς καμία επινοητικότητα)… Όμως από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ώρας, ο επαρκής θεατής είχε αποδικωποιήσει το σκηνικό παιχνιδάκι, το είχε κλωτσήσει αδιάφορος μακριά και το είχε σπάσει. Μετά έπαιξε (ο επαρκής θεατής) με το κινητό του μέχρι το χλιαρό και αμήχανο χειροκρότημα του τέλους, όταν βγήκε να υποκλιθεί η …δράστις του …μεγαλειώδους θεάματος [λέμε τώρα] ντυμένη με σύγχρονο ποδήρες κρινολίνο, σαν –νέο-μεσαιωνική παρθένα που μας έκανε τη χάρη να κατεβεί από τα δώματά τους στην αίθουσα των δεξιώσεων του πύργου ΤΗΣ. Εξάλλου, ήταν όλα χτισμένα, κομμένα και ραμμένα επάνω της. Η παρακαθημένη μου θεατράνθρωπος παρετήρησε ότι παρ’ όλα αυτά υπήρχε δουλειά και άσκησις. Άσκησις υπήρχε, βεβαίως [των ηθοποιών] βάσανος δεν υπήρχε. Ήταν όλα εύκολα κι αναμενόμενα. Σχεδόν παιδικά. Και τρισάθλια στην επιτήδευσή τους. Αυτή η ρεαλιστικότητα των σκηνικών, η αληθοφανής «όψις» της παραστάσεως, σε συνδυασμό με τον σουρεαλιστικό λόγο και την εξεζητημένη έκφραση, έφτιαχναν ένα θέαμα που δεν είχε μήτε μύτη μήτε … οπίσθια (για να παραφράσουμε μια πασίγνωστη γαλλική έκφραση, επί το κοσμιώτερον). Τελικά, θλίβομαι σε αυτή τη χώρα. Με τόσα άξια κι αναξιοποίητα ταλέντα, ο νεποτισμός, η μεγαλομανία, οι στρωμένοι με ροδοπέταλα δρόμοι, το κατεστημένο και οι κάθε λογής ακαδημαϊσμοί ανατυπώνουν τον εαυτό τους, ρυπαίνοντας, προκαλώντας μια διάχυτη κακογουστιά και μια μιζέρια που δεν μας αξίζει, αφού και γλώσσα πανάρχαια διαθέτουμε, και φαντασία, και δημιουργικότητα και ποιητική δραματικότητα και μουσική και ζωγραφική και γλυπτική και χορό και «πλαστική» κίνηση… Ας μην μεμψιμοιρούμε. Ο Χρόνος κι η Ιστορία θα τοποθετήσει τον καθένα εκεί που του αξίζει. Θα κλείσει τα κουτάκια, θα κολλήσει και την επιγραφή. Όπως τα κολεόπτερα. Στη βιτρίνα. Ας μην παίρνουμε λοιπόν στα σοβαρά τις ευκολίες των «πετυχημένων». Γιατί όπως έγραψε ο Φρόϋντ, κάποιοι πετυχαίνουν αποτυγχάνοντας, βαθιά μέσα τους. Γι’ αυτό απόλαυσα του «Πέρσες» από την Ομάδα «ΘΕ.ΑΜ.Α» (άτομα με αναπηρία). Γιατί εκεί η αναπηρία ήταν μόνο εξωτερική, δηλωμένη, ξεπερασμένη κι ουχί υποφώσκουσα. Παθολογίες… Αχ, αυτή η νεοελληνική πραγματικότητα. «Όπου και να την αγγίξεις πονεί», όπου και να προσπαθήσεις «να ταξιδέψεις» (για να αποδράσεις) «σε πληγώνει». Κάτι ήξερε κι ο νομπελίστας Σεφέρης που δεν τον περίμενε κανείς στο αεροδρόμιο όταν ήρθε με το διεθνές τρόπαιο. Ενώ για κάποιους-κάποιους, όλοι οι δρόμοι [νομίζουν ότι] είναι ανοικτοί. Και τα …σκυλιά δεμένα. Υπάρχει όμως και η ατρόμητη κριτική. Η ανένταχτη.
ΘΕ.ΑΜ.Α.(Θέατρο Ατόμων με Αναπηρία)
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, όπως δεν τους είχαμε ξαναδεί
Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Έπρεπε να δούμε τα ηρωικά άτομα με αναπηρία να ερμηνεύουν μοναδικά, αυτοθυσιαστικά κι ανεπανάληπτα τους θρηνώντες ηττημένους «Πέρσες», ίσως το πιο δύσκολο για εμάς σήμερα έργο του Αισχύλου, για να καταλάβουμε τι εστί αναβίωση του αρχαίου δράματος με σεβασμό στο πνεύμα του συγγραφέα αλλά και στις δομές του κειμένου. Μπράβο τους, ανεπιφύλακτα. Και δεν είμαι από τους κριτικούς θεάτρου που «χαρίζουν κάστανα». Το αντίθετο. Την Αλήθεια ομιλών, «ηρωική αληθεία αρκούμενος» (στο δρόμο που χάραξε ο Μάρκος Αυρήλιος), ασφυκτιώ κι εγώ με τους «συνήθεις υπόπτους», τους ματαιωμένους νάρκισσους, τους επιτυχημένους …Looser [παρακαλώ, κρατήστε μου το copyright αυτού του οξυμώρου σχήματος]. Η αναπηρία είναι πολλές φορές πιο βαριά στους αρτιμελείς, όταν κρύβεται σε βαθιά συναισθηματικά, νοητικά, βουλητικά, ακόμα και πνευματικά επίπεδα. Η Τέχνη του θεάτρου είναι εξ ορισμού «ανήθικη» αφού βασίζεται στην «υποκριτική». Ως ικανό και αναγκαίο αντιστάθμισμα πρέπει να φέρει το Ήθος, την Ακεραιότητα, την Ειλικρίνεια, την Τιμιότητα, τη Γενναιότητα, την Αυτοθυσία, την απαλοιφή του Εγώ χάριν του Εμείς. Γι’ αυτό κυρίως θαύμασα και απόλαυσα αυτή την παράσταση από την ομάδα ΘΕ.ΑΜ.Α. γιατί ο σκηνοθέτης Βασίλης Οικονόμου είχε και γνώση και άποψη και αδιαφιλονίκητη αισθητική και σέβας στο αισχύλειο δράμα. Αξιοποίησε τόσο καλά τις ειδικές ικανότητες ατόμων με αναπηρία, αλλά και χωρίς, συνδύασε τη δημοτική παράδοση με τον αρχαίο κοπετό, έστησε ένα απόλυτα λιτό και λειτουργικό σκηνικό χάρη στη Δέσποινα Φλέσσα, έντυσε τους ερασιτέχνες (και μη) ηθοποιούς του με περιγραφική υποδηλωτικότητα (χάρη στη Σοφία Σταυρακάκη), φώτισε με ιδιαίτερα δραματικό (αλλά ποτέ μελοδραματικό τρόπο) τόσο τη σκηνή όσο και τους δρώντες (χάρη στον Φώτη Κίκιρα. Απολύτως υπομνηματική η μουσική επιμέλεια του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη. Στα κρουστά ο Μάκης Σουλελές και ο Αλέξανδρος Χαντζαράς. Εκπληκτική η κομμώτρια και τραγουδίστρια δημοτικών ασμάτων Γιώτα Βέη στο ρόλο της κορυφαίας του Χορού. Απολύτως διακριτική, αλλά και δραματικώς ενεργή η Θεοδώρα Τσαποΐτη στη διερμηνεία της ελληνικής νοηματικής γλώσσας. Εκγύμναση τού εκπάγλου Χορού από την Αιμιλιανή Αβραάμ. Τι να πω και τι να μην πρωτοπώ; Ήταν όλοι τους υπέροχοι. Μηδενός εξαιρουμένου. Αγέρωχοι, συνεργάσιμοι, πιστοί στο ομαδικό κλίμα, περήφανοι για το προτέρημα του υστερήματός τους. Γεμίσαμε όλοι αισιοδοξία και ανάταση νιώσαμε, για όλα όσα μπορεί ο σύγχρονος Άνθρωπος ως άλλος Σίσυφος να κατορθώσει. Ναι, μπορούμε να προσπεράσουμε τις Συμπληγάδες Πέτρες, να κωφεύσουμε στις Σειρήνες, να ακούσουμε με προσοχή τις Κασσάνδρες και να πράξουμε αναλόγως. Φτάνει να είμαστε γεροί, εσωτερικώς κυρίως. Και γενναίοι. Σαν όλους αυτούς που μας δίδαξαν ήθος, γενναιότητα και υπέρβαση. Ξέρετε, ο Άνθρωπος μόνον όταν υπερβαίνει τα όριά του αξίζει αυτόν τον τίτλο. Και μόνον τότε ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζωντανά και έμψυχα. Παραθέτω άπαντα τα ονόματα των εμφανών αυτών ηρώων και σας παρακαλώ να τα αναγνώσετε σε στάση προσοχής:
Δαρείος: Πάνος Ζουρνατζίδης | Κορυφαία Χορού: Γιώτα Βέη |
Αγγελιαφόρος: Μιχάλης Ταμπούκας | Χορός: Αιμιλιανή Αβραάμ (Β’ κορυφαία), Μιχάλης Γραμματάς, Γιώργος Ηλιάκης, Μαρία Μουρελάτου, Μαρίνα Σταμάτη, Μαίρη Σταματουλά, Έφη Τούμπα |
Ξέρξης: Βασίλης Οικονόμου | |
Άτοσσα: Χριστίνα Τούμπα & Χριστίνα Τσαβλή |
|
Με ιδιαίτερο σεβασμό κι εκτίμηση στο πρόσωπο κάθε ενός εξ αυτών υποκλίνομαι.
Κωνσταντίνος Μπούρας